- τρικαντό
- το, Ντρίκοχο καπέλο από μαύρο ύφασμα με ανεστραμμένο γείσο σε σχήμα τριπλεύρου και με φτερά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρικαντό — το τρίκοχο, τρίπτυχο καπέλο από μαύρο ύφασμα με ανασηκωμένο το γείσο σε σχήμα τρίπλευρο και στολισμένο με φτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκοχος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές 2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη … Dictionary of Greek
τρίπτυχος — η, ο / τρίπτυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο 1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να… … Dictionary of Greek
τρίπτυχος — η, ο 1. που διπλώνεται στα τρία, που έχει τρεις πτυχές. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίπτυχο, το συγκρότημα τριών συνθέσεων εικονογραφίας ή ξυλογλυπτικής, που συνδέονται μεταξύ τους, ώστε οι δύο πλευρικές διπλώνονται στην κεντρική. 3. τρίκοχο καπέλο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)